Η Σητεία βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο της Κρήτης, στο νομό
Λασιθίου. Απέχει 70 χιλιόμετρα από την πόλη του Αγίου Νικολάου, που
είναι και πρωτεύουσα του νομού. H πόλη της Σητείας, πρωτεύουσα του
ομώνυμου δήμου, είναι παραθαλάσσια και κτισμένη αμφιθεατρικά στην πλαγιά
του λόφου Μπόντα. Φημίζεται για τη μουσική της, τις μαντινάδες και τους
λυράρηδες, καθώς και για τα παραδοσιακά γλυκά της.
Σχετικά αποκομμένη λόγω γεωγραφικής θέσης από την υπόλοιπη Κρήτη, η
Σητεία έχει διαμορφώσει τον δικό της ξεχωριστό χαρακτήρα. Ο τουρισμός,
αν και «διαφθορέας», την έχει αφήσει, συγκριτικά με άλλες περιοχές,
ανέπαφη. Οι σητειακοί το ξέρουν και το απολαμβάνουν με τον δικό τους
ξεχωριστό τρόπο!
«Το μοναδικό μέρος στην Κρήτη, όπου οι Έλληνες τουρίστες είναι περισσότεροι από τους ξένους! Όσοι ψάχνουν για ένταση και ξεσάλωμα, ας τραβηχτούν δυτικότερα».
Η πατρίδα του Βιτσέντζου Κορνάρου είναι τόπος ονειρικός, ιδεώδης για ηρεμία και διακοπές.
Πληθυσμιακά, σύμφωνα με την απογραφή του 1881, η Σητεία είχε μόλις
570 κατοίκους, οι οποίοι το 1928 ανέρχονταν στους 2170 και ξεπέρασαν
τους 8.000 το 2001. Από τότε, η Σητεία εξελίσσεται συνεχώς, αποτελώντας
ένα από τα πιο σπουδαία αστικά κέντρα του Λασιθίου και της Κρήτης
γενικότερα.
Η πόλη ταυτίζεται με την κλασσική και ελληνιστική Ητεία,
Ήτιδα, ή Σηταία, πιθανολογούμενη πατρίδα του Μύσωνα, ενός από τους επτά
σοφούς της αρχαιότητας. Το όνομά της προήλθε από την αρχαία πόλη
«Ητεία». Η τελευταία, βρίσκεται εκτός του γεωγραφικού χώρου της
σημερινής Σητείας, αλλά πολύ κοντά στον γειτονικό λόφο του Πετρά. Αν
αναζητήσουμε την κλασσική και ρωμαϊκή Σητεία, δεν υπάρχει αμφιβολία, πως
η Βυζαντινή και Ενετική πόλη βρίσκονται κάτω από την σημερινή. Το
βέβαιο είναι, πως η Σητεία υπήρξε έδρα επισκοπής, καθώς αναφέρεται για
πρώτη φορά επίσκοπος Σητείας το 731 μ.Χ.
Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Λατίνους Σταυροφόρους, η Σητεία
πουλήθηκε στη Βενετία και ενσωματώθηκε στο βενετικό Regno di Candia, και
είχε χαρακτηρισθεί “maximum statum et lumen eiusdem insulae” (μέγιστος
σταθμός αλλά και φως του νησιού). Για να σταθεροποιήσουν την κυριαρχία
τους, οι Βενετοί έκτισαν σε διάφορα σημεία στρατηγικής σημασίας της
επαρχίας πολλά φρούρια, που σώζονται έως και σήμερα (π.χ. Καζάρμα).
Το 1508 ένας φοβερός σεισμός έπληξε την πόλη της Σητείας, προξενώντας
μεγάλες καταστροφές. Ούτε ο ίδιος ο Ενετός διοικητής της δεν ήταν
δυνατό να παραμείνει στο οίκημα του διοικητηρίου. Προτού ακόμα
επιδιορθωθούν οι φοβερές ζημιές του σεισμού αυτού, νέος φοβερός κίνδυνος
απείλησε την πόλη. Επρόκειτο για τις επιδρομές του τρομερού πειρατή
Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα, ο οποίος ερήμωσε τα σητειακά παράλια. Το 1538
επιτέθηκε εναντίον ολόκληρης της πόλης, σκορπίζοντας την καταστροφή στο
Μπούργο, δηλαδή την εκτός των τειχών συνοικία, όπου διέμεναν οι έμποροι
και οι άλλοι επαγγελματίες. Στη συνέχεια, επιτέθηκε στα τείχη της
οχυρωμένης πόλης, τα οποία δεν κατόρθωσε να καταλάβει και έτσι
αποχώρησε, αφήνοντας όμως πίσω του ανεπανόρθωτες καταστροφές. Μετά από
αυτήν την επιδρομή οι Ενετοί σκέφτηκαν να την εκκενώσουν. Η εγκατάλειψή
της δεν έγινε αμέσως, αλλά περί τα 1648, οπότε και οι Τούρκοι
πολιόρκησαν την Σητεία,ενώ οι Ενετοί την κατέστρεψαν, για να μην την
παραδώσουν. Οι κάτοικοι δέχτηκαν με απόγνωση την απόφαση αυτή.
Ο κρητικός ποιητής Μαρίνος Μπουνιαλής στο ποίημα του για τον πόλεμο
της Κρήτης κατά των Τούρκων, που αποτελείται από 12.000 στίχους και
τυπώθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1681, ύμνησε με αληθινό σπαραγμό
το δράμα των προσφύγων. Μετά την εγκατάλειψη και καταστροφή της πόλης
όλα δείχνουν, πως η Σητεία δεν κατοικήθηκε για δύο αιώνες. Η πόλη
ξαναχτίστηκε το 1870, με την ονομασία Αβνιέ, η οποία όμως δεν
επικράτησε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου